πολυτερπένια — τα, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών τερπενικών υδρογονανθράκων και, κατ επέκταση, τών παραγώγων τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. polyterpenes (< πολυ * + terpene «τερπένιο»)] … Dictionary of Greek
τερπίνη — η, Ν χημ. οργανική ένωση, μονοτερπινική διαλκοόλη η οποία παράγεται κατά την κατεργασία οξέων τού τερεβινθελαίου και τού λεμονενίου με υδατικά διαλύματα, αλλ. τερπινόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. terpin (< τερπένιο* + κατάλ. in τής… … Dictionary of Greek
τερπενικός — ή, ό, Ν χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τερπένια 2. φρ. α) «τερπενική σειρά» χημ. η σειρά τών οργανικών ενώσεων την οποία συγκροτούν τα τερπένια και τα παράγωγά τους β) «τερπενική ρητίνη» χημ. συνοπτική ονομασία συνθετικών ρητινών που… … Dictionary of Greek
τερπενοειδή — τα, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών οξυγονωμένων, κυρίως, παραγώγων τών τερπενίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. terpenoids < terpene (βλ. τερπένιο) + oids (< ειδής*)] … Dictionary of Greek
διπεντένιο — Κυκλικό τερπένιο του τύπου C10H16, που μπορεί να θεωρηθεί διμερές του ισοπρένιου (C5H8). Παρασκευάζεται με απόσταξη των αιθέριων ελαίων και της τερεβινθίνης. Είναι άχρωμο υγρό, με σημείο βρασμού 175°C. Είναι εύφλεκτο και οξειδώνεται εύκολα,… … Dictionary of Greek